- παρανδρόομαι
- παρανδρόομαι,A remain unmarried,
παρθένοι . . παρανδρούμεναι Hp. Virg.1
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παρθένοι . . παρανδρούμεναι Hp. Virg.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παρανδρούμεναι — παρανδρόομαι remain unmarried pres part mp fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)